Νεκτάριος Κοντοβράκης: "Περί αισθητικής και άλλων χρωμάτων και αρωμάτων".

Περί αισθητικής και άλλων χρωμάτων και «αρωμάτων»

Μετά από διαφορετικές απόψεις, που εξέφρασαν κάποιοι από εμάς, στο διαδίκτυο «περί χρωμάτων και χρωματισμών» των Δημόσιων κτιρίων, έγινε αναφορά και στο όνομά μου.
Έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να διευκρινίσω, και να πω την άποψή μου. Το κάνω ενίοτε, όπως και παλαιότερα, όταν προκύπτουν θέματα αισθητικής αντίληψης.
Τελικά είναι μείζον θέμα το βάψιμο των κτιρίων; Πρέπει να αναβιώσουμε χρωματικές γκάμες του παρελθόντος; Πρέπει να διαφυλάξουμε την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και την χρωματική γκάμα της Αίγινας;
Είναι ερωτήματα που τίθενται, μετά από την άσχημη εικόνα που συναντάμε στην καθημερινότητά μας, όχι μόνο στον παραδοσιακό ιστό του νησιού μας, αλλά και έξω απ’ αυτόν.
Πριν τριάντα χρόνια περίπου με τον αείμνηστο δάσκαλο Νίκο Νικολάου, ξύναμε σχολαστικά σοβάδες στις προσόψεις των νεοκλασικών του λιμανιού. Αυτό, για να βρούμε το πρωταρχικό τους χρώμα. Μετέπειτα, στις κουβέντες μας, εκθείαζε την Αίγινα για τις ωραίες αποχρώσεις των χρωμάτων. Όταν πρωτοήρθε στο νησί, το καλοκαίρι του 1951, δόθηκε η αφορμή να ζωγραφίσει κάποια σπίτια και μαγαζιά, που του κέντρισαν το ενδιαφέρον.
Αργότερα, και ο Γιάννης Μόραλης ζωγράφισε κάποια έργα του, που είναι γνωστό ότι εκτέθηκαν, πρόσφατα, στο Μουσείο Μπενάκη, της οδού Πειραιώς.
Τα χρώματα που χρησιμοποίησαν ήταν τέμπερες, γκουάς, αυγοτέμπερες, δηλαδή χρώματα διαλυτά στο νερό. Ήταν απ’ ότι μου είπε ο Νικολάου, αυτά που μπορούσαν να αποδώσουν, στο μέγιστο δυνατό, το χρώμα που έβλεπαν.
Όλα αυτά αναφέρονται, για να βγάλουμε από το ντουλάπι της μνήμης την αισθητική εκείνης της εποχής, που και σήμερα θα άρμοζε στον τόπο μας.
Πριν από έναν αιώνα, ίσως και περισσότερο, τα σπίτια της Αίγινας και ιδικά της παραλιακής οδού, τα χρωμάτισαν Φλωρεντιανοί μάστορες – Ζωγράφοι, εκείνης της εποχής, οι γνωστοί ως «Ταβανάδες». Αφού ζωγράφισαν ταβάνια των νεοκλασικών, έδιναν τα φώτα τους και για τις προσόψεις των κτιρίων. Τα χρώματα ήταν σκόνες, που ανακάτευαν, συνήθως με φυτικές κόλλες και ασβέστη (υδατοχρώματα). Το αποτέλεσμα ήταν θαυμάσιο, γιατί έδινε στα χρώματα μία βελούδινη φωτεινότητα. Σημειωτέον, τα ίδια ακριβώς υπάρχουν και σήμερα στο εμπόριο. Ένα απτό παράδειγμα για να πεισθεί ο καθένας, είναι το νεοκλασικό, που δεσπόζει στο λιμάνι, απέναντι απ’ την πιάτσα των «ταξί», δηλαδή, η «Οικία Βογιατζή». Αυτό το κτήριο είναι βαμμένο πριν από έναν αιώνα.
Ωστόσο, είναι ολοφάνερο ότι η βαφή του δεν έχασε τίποτα από την δυναμική της, τη φρεσκάδα της και οι αποχρώσεις της ώχρας του στέκονται τέλεια στο χρόνο.
Σήμερα, χρησιμοποιούμε το πλαστικό ή το ακρυλικό στις βαφές των σπιτιών μας, με μπούσουλα τα χρωματολόγια της κάθε εταιρίας. Συνήθως, οι επιλογές μας είναι φανταχτερά χρώματα, όπως φούξια, σομόν, κόκκινα, πορτοκαλί, κίτρινα, που «βγάζουν μάτι». Από μία πρόχειρη καταγραφή, παρατηρείται ότι επικρατεί η κακή επιλογή χρωμάτων. Αυτό εξελίσσεται δυναμικά και ραγδαία, λόγω μιμητισμού ή και άγνοιας. Η σύσταση και η ιδιαιτερότητα αυτών των χρωμάτων είναι τα χημικά στοιχεία που εμπεριέχουν. Η αντοχή τους είναι μικρής διάρκειας, αφού ο ήλιος είναι ο χειρότερος εχθρός τους, σε αντίθεση με την παλιά συνταγή «μείγμα με σκόνες» που εξασφαλίζει τη μεγάλη διάρκεια.
Το μείζον πρόβλημα αυτής της κατάστασης είναι, ότι σιγά-σιγά ο τόπος μας θα χάσει τη χρωματική του ταυτότητα. Συμπερασματικά, θα μοιάσουμε στη Λατινική Αμερική ή στα γκέτα των μαύρων της Αμερικής. Το είπε χαρακτηριστικά ο Σεφέρης «χίλιες αλλότριες αξίες που καμιά σχέση δεν έχουν με τον τόπο μας».
Η γκάμα των δικών μας χρωμάτων είναι συγγενική με την γειτονική Ιταλία, κυρίως, αν προσέξει κάποιος τις κωμοπόλεις της. Σ’ εμάς ειδικά το πάντρεμα των χρωμάτων αυτών με τον πωρόλιθο (το κατεξοχήν πέτρωμα του νησιού), είναι εκπληκτικό, γιατί αυτά τα δύο στοιχεία συνδυάζονται διακριτικά, χωρίς να εφορμά (επιβάλλεται) το ένα στο άλλο.
Πρόθεσή μου, γι’ αυτό εξέθεσα όλα αυτά, είναι να διατηρήσουμε, να αναβιώσουμε, την όμορφη υφή, που θα έχουν τα κτίρια βαμμένα με το χονδροκόκκινο, το ροδί, τις διαφορετικές αποχρώσεις από όχρες, ωμές ή ψημένες. Έτσι θα επανέλθει η ποθητή αρμονία του τοπίου με την όρασή μας.
Μετά από αυτές τις βιωματικές παρατηρήσεις μου, προτείνω, με την ιδιότητα του αντιπροέδρου της ΚΕΔΑ, το εξής: Να συσταθεί από τον Δήμο μια συμβουλευτική Επιτροπή, που θα εργαστεί πάνω σ’ αυτό το σοβαρό θέμα, ώστε να αποφεύγονται πρόχειρες «ωραιοποιήσεις». Έτσι θα πετύχουμε κάποια αρμονική εξισορρόπηση της παλιάς πρακτικής χρωματισμών με την τωρινή. Ο συμβουλευτικός χαρακτήρας αυτής της Επιτροπής, θα είναι ευεργετικός για το Δήμο, γιατί η πείρα μας έχει δείξει ότι μόνο με τις συνεργασίες πετύχαμε στο παρελθόν. Έτσι δεν θα κάνει λάθη ο Δήμος, όπως αυτά που έκανε πρόσφατα. Δηλαδή το φρεσκάρισμα με ακατάλληλους χρωματισμούς δύο δημοσίων κτηρίων, του Πνευματικού Κέντρου Κυψέλης και του κτιρίου συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου. Επίσης, ήταν λάθος το ασβέστωμα του πέτρινου τοίχου του γηπέδου, γιατί κατάργησε τη διακριτική «συνομιλία του» με τα παρακείμενα κτίρια, το Δημοτικό Σχολείο και τις Φυλακές. Τώρα… σε θαμπώνει το «φλας», η φωτοβολή του ασβέστη.
Ας γίνει ο Δήμος πρώτος απ’ όλους αρωγός της χρωματικής αφθαρσίας, της καλαισθησίας και όχι όμηρος στην αυθορμησία (αυτοσχεδιασμό) κάποιων ημιμαθών.

Ν. Κοντοβράκης
Ζωγράφος – Γλύπτης
Αντιπρόεδρος ΚΕΔΑ